- ἱεροσκοπίῃ
- ἱεροσκοπίαdivination by inspection of victimsfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεροσκοπία — Κλάδος της ιερομαντείας που απέβλεπε στην εξέταση των ιερών, δηλαδή των σφαγίων που προσφέρονταν στον θεό. Ο τρόπος που βάδιζε το θύμα προς τον βωμό, οι κραυγές του ή η αφωνία του τη στιγμή της σφαγής αποτελούσαν ενδείξεις στις οποίες βασίζονταν… … Dictionary of Greek